- προθερμαντήρας
- ο, Νσυσκευή με την οποία ανυψώνεται η θερμοκρασία ενός σώματος και ειδικότερα ενός ρευστού πριν από τη χρησιμοποίησή του («προθερμαντήρας νερού»).[ΕΤΥΜΟΛ. < προθερμαίνω + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. υγραν-τήρας). Η λ. στον λόγιο τ. προθερμαντήρ μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.